Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδηροδοκός
1 εγγραφή
σιδηροδοκός η [siδiroδokós] Ο34 : σιδερένιο δοκάρι.

[λόγ. σιδηρο- + δοκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες