Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδερόφραχτος -η -ο [siδerófraxtos] Ε5 : 1. που περιβάλλεται από ισχυ ρά σιδερένια κάγκελα: Σιδερόφραχτο κλουβί. 2. ~ ιππότης, αυτός που φοράει τη βαριά σιδερένια πανοπλία. || (επέκτ.): Σιδερόφραχτες στρατιές, οι βαριά οπλισμένες, οι πάνοπλες.
[λόγ. σιδηρο- + -φρακτος (< φράσ σω) κατά το κατάφρακτος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και κατά το σιδηρο- > σιδερο-]