Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδεριά η [siδerjá] Ο24 : σιδερένιο κιγκλίδωμα ή γενικά κατασκευή από σίδερο.
[σίδερ(ο) -ιά (διαφ. το αρχ. σιδηρεία `επεξεργασία σίδερου΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[σίδερ(ο) -ιά (διαφ. το αρχ. σιδηρεία `επεξεργασία σίδερου΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |