Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδεριά
1 εγγραφή
σιδεριά η [siδerjá] Ο24 : σιδερένιο κιγκλίδωμα ή γενικά κατασκευή από σίδερο.

[σίδερ(ο) -ιά (διαφ. το αρχ. σιδηρεία `επεξεργασία σίδερου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες