Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγο-
1 εγγραφή
σιγο- [siγo] : α' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται: 1. σε χαμηλό τόνο, όχι δυνατά: ~κλαίω, ~μιλώ, ~μουρμουρίζω, ~τραγουδώ. || με αργό ρυθ μό: ~βράζω. 2. σιγά σιγά, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουμε: ~αλλάζω, ~πίνω· ~βραδιάζει, ~βρέχει.

[μσν. σιγο- θ. του επιρρ. σιγ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σιγο-πατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες