Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγοντάρω
1 εγγραφή
σεγκοντάρω [segondáro] & σεκοντάρω [sekondáro] & σεγοντάρω [seγon dáro] & σιγοντάρω [siγondáro] Ρ6α : 1. κάνω σεγκόντο. 2. (μτφ., προφ.) υποστηρίζω με έμμεσο τρόπο την άποψη κάποιου, παίρνω το μέρος του.

[βεν. segondar, ιταλ. secondar(e), παλ. ιταλ. sicondar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες