Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιγκούνι το [sigúni] & σεγκούνι το [segúni] Ο44 : είδος χοντρού μάλλινου πανωφοριού που το φορούσαν κυρίως οι γυναίκες στα χωριά.
[αλβαν. shigun -ι· τροπή [si > se] ]