Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιάζω
1 εγγραφή
σιάζω [sxázo] -ομαι & σιάχνω [sxáxno] -ομαι Ρ2.2 : (προφ.) φτιάχνω, κυρίως: α. τακτοποιώ, διορθώνω: Έσιαξες το κρεβάτι σου; Σιάξε τη γραβάτα σου! Πρέπει να σιαχτείς για να βγεις έξω. || ως απειλή: Θα σε σιάξω εγώ! β. βελτιώνομαι: Έσιαξε επιτέλους ο καιρός. Θα σιάξουν τα πράματα, θα βελτιωθεί η κατάσταση.

[μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· σιά(ζω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. σιαξ- κατά το σχ.: διωξ- (έδιωξα) - διώχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες