Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηψαιμία
1 εγγραφή
σηψαιμία η [sipsemía] Ο25 : γενική λοίμωξη του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από την παρουσία και τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων μέσα στο αίμα και συνοδεύεται από βαρύτατη συμπτωματολογία.

[λόγ. σήψ(ις) + αίμ(α) -ία μτφρδ. γαλλ. septicémie (-émie < αρχ. αxμ(α) -ία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες