Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημειογραφικός
1 εγγραφή
σημειογραφικός -ή -ό [simioγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σημειογραφία. σημειογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. σημειογραφ(ία) -ικός (διαφ. το ελνστ. σημειογραφικός `που αναφέρεται στην ταχυγραφία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες