Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σηματοδότηση η [simatoδótisi] Ο33 : 1. η τοποθέτηση οδικών σημάτων και σηματοδοτών για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: Πολλά τροχαία ατυχήματα οφείλονται στην ελλιπή ~ των δρόμων. 2. (μτφ.) η ύπαρξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που δίνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος.
[λόγ. σηματοδοτη- (σηματοδοτώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. signalisation]