Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημαιοφόρος
1 εγγραφή
σημαιοφόρος ο [simeofóros] Ο18 θηλ. σημαιοφόρος [simeofóros] Ο35 : 1α. αυτός που κρατά τη σημαία ενός στρατιωτικού σώματος, ενός σχολείου, ενός συλλόγου κτλ. κατά τη διάρκεια παρελάσεων ή επίσημων τελετών. β. (μτφ.) πρωτοπόρος, αναγνωρισμένος αρχηγός μιας πολιτικής, κοινωνικής κτλ. κίνησης: ~ των δημοκρατικών ιδεών. ~ της προόδου / της ειρήνης. 2. (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. < ελνστ. σημαιοφόρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες