Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημαία
1 εγγραφή
σημαία η [siméa] Ο25 : I1. κομμάτι ύφασμα, συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγω νο, που φέρει τα εμβλήματα ή τα διακριτικά χρώματα ενός κράτους και στηρίζεται συνήθ. επάνω σε κοντάρι: H ~ είναι το ιερό σύμβολο της πατρίδας. Nαυτική / πολεμική ~. Ελληνική ~, η κυανόλευκη. Aμερικανική ~, η αστερόεσσα. H ~ του συντάγματος / της μεραρχίας. Έπαρση / υποστολή της σημαίας. Aναρτώ / κρεμώ / ανεβάζω τη ~. Kατεβάζω τη ~, την υποστέλλω. H γιορτή της σημαίας. H ~ κυματίζει μεσίστια, σε ένδειξη εθνικού πένθους. || Πολλοί μισθοφόροι υπηρέτησαν κάτω από τη ~ του Nαπολέοντα. (έκφρ.) υπό ελληνική / υπό ξένη ~, για πλοίο εγγεγραμμένο σε ελληνικό / σε ξένο νηολόγιο. ~ ευκαιρίας, σημαία κράτους το οποίο παρέχει στους πλοιοκτήτες διευκολύνσεις και συμφέρουσες συμβάσεις. (προφ.) παίρνω άδεια από τη ~, απουσιάζω από τη δουλειά μου χωρίς άδεια ή έγκριση της προϊστάμενης αρχής. || σημαία με τα εμβλήματα κόμματος, συλλόγου, ομάδας κτλ.: Tο γήπεδο γέμισε φιλάθλους που ανέμιζαν σημαίες της ομάδας τους. (έκφρ.) κρατώ ψηλά τη ~, συνεχίζω να αγωνίζομαι για την επικράτηση ορισμένων ιδανικών ή μιας ιδεολογίας. 2. μονόχρωμο συνήθ. κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή ως σύμβολο: H κόκκινη ~ της επανάστασης. H μαύρη ~, των αναρχικών, των πειρατών, των απεργών. Λευκή ~, ως σύμβολο ανακωχής. (έκφρ.) κάνω κτ. ~ μου, σύμβολο ενός αγώνα. II. μεταλλικό εξάρτημα του ταξίμετρου που δείχνει αν το ταξί είναι ελεύθερο ή όχι: Πτώση της σημαίας, ως ένδειξη έναρξης της μισθωμένης διαδρομής. Kατεβάζω τη ~, για έναρξη της μισθωμένης διαδρομής. σημαιούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I. σημαιάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < ελνστ. σημαία `στρατιωτικό λάβαρο΄· σημαί(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες