Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεχταριστής
1 εγγραφή
σεχταριστής ο [sextaristís] Ο7 θηλ. σεχταρίστρια [sextarístria] Ο27 : άτο μο με δογματικές απόψεις στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.

[λόγ. σεκταρ(ισμός) -ιστής με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. σεχταρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες