Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεσημασμένος -η -ο [sesimazménos] Ε3 : για κακοποιό που είναι γνωστός στη Σήμανση της Aστυνομίας, που έχει συλληφθεί δηλαδή τουλάχιστον μια φορά και του έχουν κρατηθεί τα στοιχεία.
[λόγ. < αρχ. σεσημασμένος (μππ. του σημαίνω) `καλά σφραγισμένος΄ σημδ. γαλλ. marqué (παλ. για κατάδικους που σημαδεύονταν στον ώμο με καυτό σίδερο)]