Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σερβάντα
1 εγγραφή
σερβάντα η [servánta] Ο25 : (παρωχ.) έπιπλο της τραπεζαρίας, όπου φύλαγαν τα διάφορα σερβίτσια.

[λόγ. < γαλλ. servant(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες