Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σερί [serí] επίρρ. : (οικ.) στη σειρά: Πήρε τα μαγαζιά ~, το ένα μετά το άλλο. Δούλεψα ~ όλο το απόγευμα, συνεχώς, χωρίς διακοπή. || (ως ουσ.) το σερί, για ενέργεια που επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή: H ομάδα μας είχε ένα ~ δέκα πόντων, πέτυχε δέκα πόντους στη σειρά, χωρίς η αντίπα λη ομάδα να σημειώσει κανέναν.
[τουρκ. seri (από τα αραβ.) `γρήγορος΄]
- σερίφης ο [serífis] Ο11 : εκτελεστικό όργανο, επιφορτισμένο με την τήρηση του νόμου και της τάξης και με περιορισμένες διοικητικές δικαιοδοσίες, το οποίο εκλέγεται για ορισμένο χρονικό διάστημα σε μια διοικητική περιοχή των Hνωμένων Πολιτειών.
[λόγ.(;) < γαλλ. shérif -ης < αγγλ. sheriff]