Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεξαπίλ
1 εγγραφή
σεξαπίλ το [séksapíl] Ο (άκλ.) : η ιδιότητα εκείνου που ασκεί έντονη ερωτική έλξη στο αντίθετο φύλο.

[λόγ. < γαλλ. sex-appeal < αγγλ. sex appeal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες