Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεντούκι
1 εγγραφή
σεντούκι το [sendúki] Ο44 : (λαϊκότρ.) είδος μικρού, συνήθ. ξύλινου, μπαούλου.

[μσν. σεντούκιν < αραβ. sanduk -ιν > ( [a > e] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες