Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεμιζιέτα
1 εγγραφή
σεμιζιέτα η [semizjéta] Ο25 : το σεμιζιέ.

[λόγ. < γαλλ. chemisette `μπλούζα από λεπτό ύφασμα΄ παρετυμ. σεμιζιέ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες