Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεμιζιέ
2 εγγραφές [1 - 2]
σεμιζιέ το [semizjé] Ο (άκλ.) : σχέδιο φορέματος του οποίου το κορσάζ έχει το κόψιμο πουκάμισου, με γιακά και κουμπιά μπροστά: Θα φτιάξω ένα ~. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~. || ρούχο ραμμένο με το παραπάνω σχέδιο: Φορούσε ένα ~ με μακριά μανίκια.

[λόγ. < γαλλ. chemisier]

σεμιζιέτα η [semizjéta] Ο25 : το σεμιζιέ.

[λόγ. < γαλλ. chemisette `μπλούζα από λεπτό ύφασμα΄ παρετυμ. σεμιζιέ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες