Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελοτέιπ
1 εγγραφή
σελοτέιπ το [selotéip] Ο (άκλ.) : κολλητική ταινία.

[λόγ. < αγγλ. sellotape σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες