Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεισμογόνος
1 εγγραφή
σεισμογόνος -ος / -α -ο [sizmoγónos] Ε14 : (για περιοχή) που έχει υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες