Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεβρό
1 εγγραφή
σεβρό το [sevró] Ο (άκλ.) : είδος λεπτού και μαλακού δέρματος.

[λόγ. < γαλλ. chevreau (αρχική σημ.: `κατσικάκι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες