Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεβαστός -ή -ό [sevastós] Ε1 : 1. που είναι άξιος σεβασμού, ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε κπ. αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας, με τον οποίο υπάρχει σύνδεσμος συγγενικός ή προς τον οποίο τρέφουμε βαθιά εκτίμηση: Σεβαστέ μου παππού! Ο ~ μας δάσκαλος. 2. για πολύ μεγάλο αριθμό ή για σημαντική ποσότητα ενός πράγματος: Tην εκδήλωση παρακολούθησε ~ αριθμός θεατών. Mου ζήτησε ένα σεβαστό ποσό.
[λόγ. < ελνστ. σεβαστός]



