Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβαρνίζω
1 εγγραφή
σβαρνίζω [zvarnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. διαλύω με τη σβάρνα τους σβόλους του χώματος που δημιουργήθηκαν μετά το όργωμα. 2. (μτφ., προφ.) παρασύρω στο διάβα μου και ρίχνω κάτω ή ρίχνω κπ. κάτω και τον σέρνω με δύναμη.

[μσν. σβαρν(ώ < σβάρν(α) -ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σβαρνησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες