Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαϊτεύω
1 εγγραφή
σαϊτεύω [saitévo] -ομαι & σαγιτεύω [sajitévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. σημαδεύω και χτυπώ κπ. με τη σαΐτα. || κινούμαι σαν σαΐτα: Tα χελιδόνια σαϊτεύανε τον αέρα. 2. (μτφ.) για το φτερωτό θεό, εκτοξεύω τα ερωτικά μου βέλη και με επέκταση σαγηνεύω: Tον σαγίτεψαν τα κάλλη της. Έχει μάτια που σαϊτεύουν.

[μσν. σαϊτεύω < ελνστ. σαγιτεύω με αποβ. του μεσοφ. [j] κατά το σαγίτα > σαΐτα· ελνστ. σαγιτεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες