Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαχλαμάρας
1 εγγραφή
σαχλαμάρας ο [saxlamáras] Ο3 : (οικ.) αυτός που λέει ή κάνει σαχλαμάρες· άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά· σάχλας, σαχλαμαράκιας.

[σαχλαμάρ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες