Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαγανάκι το [saγanáki] & σαχανάκι το [saxanáki] Ο44α : μικρό τηγάνι με δύο λαβές. || Aυγά / τυρί / μύδια (στο) ~, τρόπος παρασκευής διάφορων φαγητών μέσα σε σαγανάκι.
[σαγάν(ι), σαχάν(ι) -άκι]
- σαγάνι το [saγáni] & σαχάνι το [saxáni] Ο44 : (παρωχ.) είδος τηγανιού με δύο λαβές.
[σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;]
- σαχ το [sáx] Ο (άκλ.) : σκακιστικός όρος που δηλώνει άμεση απειλή κατά του βασιλιά· ρουά. (έκφρ.) ~ ματ*.
[λόγ. < γερμ. Schach '85 περσ. shāh `βασιλιάς΄ (δες στο σάχης)]
- σάχης ο [sáxis] Ο11 : τίτλος του Πέρση μονάρχη στους νεότερους χρόνους: Ο τελευταίος ~ της Περσίας.
[λόγ. < μσν. σαχ -ης < περσ. shāh]
- σάχλα η [sáxla] Ο25α : η σαχλαμάρα. (έκφρ.) ~ μπάχλα / σάχλες μπούχλες, για ανόητα λόγια.
σαχλίτσα η YΠΟKΟΡ. [σαχλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· σάχλ(α) -ίτσα]
- σαχλαμάρα η [saxlamára] Ο25 : λόγος ή πράξη που θεωρείται ανόητη, που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας: Άσε τις σαχλαμάρες. || χαρακτηρισμός του αποτελέσματος μιας εργασίας πολύ κατώτερης από το κοινά αποδεκτό: Tι ~ είναι αυτό που έφτιαξες;
σαχλαμαρίτσα η YΠΟKΟΡ. [σαχλ(ός) -αμάρα· σαχλαμάρ(α) -ίτσα]
- σαχλαμαράκιας ο [saxlamarákas] Ο3 πληθ. σαχλαμαράκηδες : ο σαχλαμάρας.
[σαχλαμάρ(α) -άκιας]
- σαχλαμάρας ο [saxlamáras] Ο3 : (οικ.) αυτός που λέει ή κάνει σαχλαμάρες· άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά· σάχλας, σαχλαμαράκιας.
[σαχλαμάρ(α) -ας]
- σαχλαμαρίζω [saxlamarízo] Ρ2.1α : λέω ή κάνω σαχλαμάρες.
[σαχλαμάρ(α) -ίζω]
- σάχλας ο [sáxlas] Ο3 : ο σαχλαμάρας.
[σάχλ(α) -ας]