Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σατανιστής
1 εγγραφή
σατανιστής ο [satanistís] Ο7 θηλ. σατανίστρια [satanístria] Ο27 : οπαδός του σατανισμού.

[λόγ. < γαλλ. sataniste < satan(isme) = σαταν(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. σατανισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες