Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρωτικός
1 εγγραφή
σαρωτικός -ή -ό [sarotikós] Ε1 : που σαρώνει, κυρίως μτφ.: Σαρωτική θύελλα. ~ άνεμος, ο καταστρεπτικός. Σαρωτική νίκη, η εντυπωσιακή, κυρίως σε αριθμό βραβείων, στο μέγεθος του σκορ κτλ. || (ηλεκτρον.): Σαρωτικό ηλεκτρονικό μηχάνημα.

[λόγ. σαρω- (δες σαρώνω) -τικός απόδ. αγγλ. sweeping]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες