Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρδόνυχας
1 εγγραφή
σαρδόνυχας ο [sarδónixas] Ο5 : είδος ημιπολύτιμου λίθου σε ευρεία χρή ση από την αρχαιότητα έως σήμερα.

[λόγ. < ελνστ. σαρδόνυξ, αιτ. -υχα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες