Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρδάμ
1 εγγραφή
σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθ. από τρακ.

[ίσως αναγραμματισμένο επών. Μαδράς (Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες