Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθ. από τρακ.
[ίσως αναγραμματισμένο επών. Μαδράς (Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης)]