Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρακοφαγωμένος
1 εγγραφή
σαρακοφαγωμένος -η -ο [sarakofaγoménos] Ε3 : για ξύλο ή κατασκευή από ξύλο που φαγώθηκε από το σαράκι: Σαρακοφαγωμένη πόρτα.

[σαράκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες