Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρακιάζω
1 εγγραφή
σαρακιάζω [sarakázo] Ρ2.1α μππ. σαρακιασμένος : (οικ.) για ξύλο που έχει καταστραφεί από το σαράκι.

[σαράκ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες