Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρίκι
1 εγγραφή
σαρίκι το [saríki] Ο44 : λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι μουσουλμάνων ιερέων ή αξιωματούχων.

[τουρκ. sarιk ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες