Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαπρόφυτα τα [saprófita] Ο42 : (βιολ.) μικροοργανισμοί που ζουν παρασιτικά επάνω σε νεκρές ανόργανες ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. saprophytes < αρχ. σαπρό(ς) + -phytes = -φυτα]