Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαντέζα
1 εγγραφή
σαντέζα η [santéza] Ο25α : (παρωχ., μειωτ.) τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου.

[λόγ. < γαλλ. santeus(e) `τραγουδίστρια΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες