Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαμπό το [sabó] Ο (άκλ.) : παραδοσιακό ξυλοπάπουτσο συνήθ. από μονοκόμματο ξύλο, κλειστό μπροστά και ανοιχτό πίσω.
[λόγ. < γαλλ. sabot]
- σαμποτάζ το [sabotáz] Ο (άκλ.) : 1. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφής στον εχθρό κατά τη διάρκεια πολέμου ή επανάστασης· στρατιωτική επιχείρηση δολιοφθοράς: Tο πρώτο οργανωμένο ~ των αντιστασιακών δυνάμεων κατά των Γερμανών απέτυχε. Παρενοχλούσαν τις δυνάμεις του εχθρού με ~ και αιφνιδιαστικές ενέργειες. 2. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στη σκόπιμη παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας μιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης κτλ. ως μέσο εκβιασμού για την επίτευξη ενός στόχου.
[λόγ. < γαλλ. sabotage]
- σαμποτάρισμα το [sabotárizma] Ο49 : η ενέργεια του σαμποτάρω.
[σαμποταρισ- (σαμποτάρω) -μα]
- σαμποταριστής ο [sabotaristís] Ο7 θηλ. σαμποταρίστρια [sabotarístria] Ο27 : αυτός που σαμποτάρει: Σαμποταριστές της οικονομίας.
[λόγ. σαμποταρισ- (σαμποτάρω) -τής· λόγ. σαμποταρισ(τής) -τρια]
- σαμποτάρω [sabotáro] -ομαι Ρ6 : παρεμποδίζω, με μυστικές ενέργειες, την πραγματοποίηση των σχεδίων του αντιπάλου· δημιουργώ προσκόμματα σε κπ. αποβλέποντας στην επίτευξη των δικών μου στόχων.
[γαλλ. sabot(er) -άρω]
- σαμποτέρ ο [sabotér] θηλ. σαμποτέρ [sabotér] Ο (άκλ.) : αυτός που κάνει σαμποτάζ: Άγγλοι ~.
[λόγ. < γαλλ. saboteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- σαμπουάν το [sampuán] Ο (άκλ.) : υγρό σαπούνι αρωματισμένο και εμπλουτισμένο με βιταμίνες, ειδικό για το λούσιμο των μαλλιών: ~ για κανονικά / για λιπαρά μαλλιά. Aπαλό ~.
[λόγ. < γαλλ. shampooing (ορθογρ. δαν. και αλλ. αναλ. προς άλλες γαλλ. λ. σε -άν) < αγγλ. shampooing (από γλ. της Ινδίας)]
- σαμπούκος ο [sambúkos] Ο18 : ονομασία μικρών φυλλοβόλων δέντρων ή θάμνων με πολύ ελαφρύ ξύλο.
[ιταλ. sambuco -ς (πρβ. μσν. σαμούχος, ίδ. ετυμ.)]