Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμποτέρ
1 εγγραφή
σαμποτέρ ο [sabotér] θηλ. σαμποτέρ [sabotér] Ο (άκλ.) : αυτός που κάνει σαμποτάζ: Άγγλοι ~.

[λόγ. < γαλλ. saboteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες