Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμποτάζ
1 εγγραφή
σαμποτάζ το [sabotáz] Ο (άκλ.) : 1. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφής στον εχθρό κατά τη διάρκεια πολέμου ή επανάστασης· στρατιωτική επιχείρηση δολιοφθοράς: Tο πρώτο οργανωμένο ~ των αντιστασιακών δυνάμεων κατά των Γερμανών απέτυχε. Παρενοχλούσαν τις δυνάμεις του εχθρού με ~ και αιφνιδιαστικές ενέργειες. 2. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στη σκόπιμη παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας μιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης κτλ. ως μέσο εκβιασμού για την επίτευξη ενός στόχου.

[λόγ. < γαλλ. sabotage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες