Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμπανιζέ
1 εγγραφή
σαμπανιζέ [sampanizé] Ε (άκλ.) : για κρασί που είναι αφρώδες όπως η σαμπάνια.

[λόγ. < γαλλ. champagnisé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες