Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλτσιέρα
1 εγγραφή
σαλτσιέρα η [saltsxéra] Ο25α : ειδικό επιτραπέζιο σκεύος για το σερβίρισμα της σάλτσας.

[ιταλ. salsiera με ανάπτ. [t] κατά το σάλτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες