Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλπιγγίτιδα η [salpingítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των σαλπίγγων της μήτρας.
[λόγ. < γαλλ. salpingite < αρχ. σαλπιγγ- (δες σάλπιγγαΙΙ) -ite = -ίτις > -ίτιδα]