Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλμί
1 εγγραφή
σαλμί το [salmí] Ο (άκλ.) : τρόπος μαγειρέματος του κυνηγιού καθώς και είδος σάλτσας που το συνοδεύει, συχνά ως επίθ.: Λαγός ~.

[ιταλ. salmi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες