Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλικυλικός
1 εγγραφή
σαλικυλικός -ή -ό [salikilikós] Ε1 : (χημ.) σε ονομασίες χημικών ενώσεων: Σαλικυλικό οξύ, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και οξύ, με ευρύτατη χρήση στη δερματολογία. Σαλικυλική αλκοόλη, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και αλκοόλη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. salicylique κατά το λατ. έτυμο salic- (salix) `ιτιά΄ + αρχ. ὕλ(η) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες