Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλεύω
1 εγγραφή
σαλεύω [salévo] Ρ5.2α μππ. σαλεμένος : 1. κάνω μια ελαφρά κίνηση, μετα τοπίζομαι ελαφρά μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο: Kάτι σαλεύει μέσα στα χόρτα. Tα φύλλα των δέντρων σάλευαν στην πρωινή αύρα. Δε σάλε ψε καθόλου από τη θέση του. Mόλις και σάλεψαν τα χείλη του. 2. (μτφ.): Σαλεύει το μυαλό του ανθρώπου, τρελαίνεται. Σάλεψε ο νους του. Σάλεψες;, τρελάθηκες; Είναι σαλεμένος, είναι τρελός.

[αρχ. σαλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες