Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλαγώ
1 εγγραφή
σαλαγώ [salaγó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει: Σαλαγούσε τα πρόβατα.

[ελνστ. σαλαγῶ `ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή `κραυγή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες