Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακχαροδιαβήτης
1 εγγραφή
σακχαροδιαβήτης ο [sakxaroδiavítis] Ο10 : (ιατρ.) ο σακχαρώδης διαβή της, το ζάχαρο.

[λόγ. σακχαρο-2 + διαβήτης μτφρδ. γαλλ. diabète sucré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες