Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαδομαζοχισμός
1 εγγραφή
σαδομαζοχισμός ο [saδomazoxizmós] Ο17 : σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο σαδιστικές και μαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. < γαλλ. sadomasochisme < sad(isme) = σαδ(ισμός) -ο- + maso chisme = μαζοχισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες