Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαγή
7 εγγραφές [1 - 7]
σαγή η [sají] Ο29 : το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε.

[λόγ. < ελνστ. σαγή, αρχ. σημ.: `αποσκευή΄]

σαγήνευμα το [sajínevma] Ο49 : σαγήνευση.

[λόγ. σαγηνεύ(ω) -μα]

σαγήνευση η [sajínefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαγηνεύω· σαγήνευμα.

[λόγ. σαγηνεύ(ω) -σις > -ση]

σαγηνευτής ο [sajineftís] Ο7 θηλ. σαγηνεύτρα [sajinéftra] Ο25 : αυτός που σαγηνεύει. || (ως επίθ., λογοτ.): Σαγηνεύτρα θάλασσα / ματιά / φωνή.

[λόγ. < ελνστ. σαγηνευτής `ψαράς με σαγήνη΄ κατά τη σημ. του σαγηνεύω· λόγ. σαγηνευ(τής) -τρα]

σαγηνευτικός -ή -ό [sajineftikós] Ε1 : που σαγηνεύει: Σαγηνευτικό χαμόγελο. Σαγηνευτική γυναίκα.

[λόγ. σαγηνευτ(ής) -ικός]

σαγηνεύω [sajinévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου· γοητεύω·: Tον σαγήνεψε με τα κάλλη της. || Mε σαγηνεύει κάπως η ιδέα να…

[λόγ. < ελνστ. σαγηνεύω, αρχ. σημ.: `ψαρεύω με σαγήνη΄]

σαγήνη η [sajíni] Ο30 : η ιδιαίτερη ελκτική δύναμη που διαθέτει ή που ασκεί κάποιος ή κτ.· γοητεία·.

[λόγ. < ελνστ. σαγήνη `δίχτυ τράτας΄ κατά τη σημ. του σαγηνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες